- φλογοβολώ
- -έω, Ν(αμτβ.) εκπέμπω φλόγες («κόλαση... κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φλογοβόλος. Η λ., στον λόγιο τ. φλογοβολέω, -ῶ, μαρτυρείται από το 1843 στον Ιωάν. Ζαμπέλιο Λευκάδιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλογοβολώ — φλογοβόλησα, αμτβ., βγάζω φλόγες, πετάω φλόγες, λαμπαδιάζω: Κόλαση... κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου (Δ. Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλογοβολή — η, Ν [φλογοβολώ] εκπομπή φλογών, φλογοβόλημα … Dictionary of Greek
φλογοβολιά — η, Ν [φλογοβολώ] φλογοβολή … Dictionary of Greek
φλογοβόλημα — το, Ν [φλογοβολώ] φλογοβολή … Dictionary of Greek